Αυτό που με θυμώνει είναι η αλλοίωση τής ιστορικής μυθολογίας μας, με αποτέλεσμα να μένει αφυδατωμένη νοημάτων. Να ένα παράδειγμα:
Ο Ηρακλής, ήρωας από πολύ ενωρίς, πήρε τους δρόμους, αλλά όχι μόνος. Το ακολουθούσαν μυριάδες βροτοί, πατριωτάκια μας, προκειμένου να τους οδηγήσει στην Μοίρα τους. (ΣΣ: Αυτό το γεγονός μιμήθηκαν καί οι Εβραίοι, βάζοντας ως ηγήτορα τους στην μεγάλη έξοδο, τον Μόουζες)
Σαν έφτασαν λοιπόν στο σταυροδρόμι, όπου περίμεναν η Αρετή με την Κακία καί κάθε μία έλεγε τα δικά της, ο Ηρακλής δεν δίστασε στιγμή: Διάλεξε την Αρετή, έκανε νεύμα στους πίσω “πάμε” καί ξεκίνησε. Περπάτησε αρκετά, μέχρι να καταλάβει πως ήταν …μόνος ! Οι υπόλοιποι είχαν πάρει τον δρόμο τής Κακίας καί το γλεντούσαν προκαταβολικά. Έβαλε φωνή:
-Ρε, σεις ! Από ‘δω !
Είτε ο λαός του ήταν μακρυά γιά να τον ακούσουν, είτε τον άκουσαν καί έκαναν το κορόϊδο, σημασία έχει ότι ο δρόμος τών ηδονών, τής καλοπέρασης, τής ζεϊμπεκιάς, τού ολίγη ντονέρ με τζατζίκι, τής ξαπλώστρας καί τού Παΐσιου, ήταν η χαρωπή επιλογή τών Ελλήνων.
Τα υπόλοιπα τού μύθου είναι σωστά γραμμένα καί γνωστά:
Σαν τέλειωσαν τα βάσανά του, ο Ηρακλής δοξάστηκε ως θεός. Οι Έλληνες, μόλις χόρτασαν διακοπές, αργομισθία, “ξέρεις ποιός είμ’ εγώ;” καί πιώμα, βρέθηκαν στα Τάρταρα.
Όλα καλά, αλλά έχω μιά ερώτηση: Εγώ, πώς βρέθηκα εγώ μαζί τους;;
– Ηρακλήηη ! Εεεε ! Ηρακλή;; Περίμεν…
– Δεν ακούει… Είναι μακρυά…
Νίκος Περδίκης, δικηγόρος ποιητής